ΕΤΑΙΡΙΑ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ
ΠΟΡΙΣΜΑ
Θέμα: Αναθεωρητέες διατάξεις του Συντάγματος ως προς τη δικαστική εξουσία.
Ενόψει πιθανής αναθεωρήσεως του Συντάγματος τα μέλη της Εταιρίας Δικαστικών Μελετών, αφού άκουσαν την εισήγηση του αρεοπαγίτη κ. Γεωργίου Βελλή και αντάλλαξαν απόψεις κατά τη διάρκεια τριών συνεδριάσεων, κατέληξαν στις ακόλουθες διαπιστώσεις και προτάσεις:
Ι. ΄Εχει ωριμάσει στη συνείδηση του νομικού κόσμου αλλά και ευρύτερων στρωμάτων του κοινωνικού σώματος η ιδέα ότι η αδιάβλητη και συνακόλουθα η έγκυρη, εύρυθμη και αποτελεσματική λειτουργία της δικαστικής εξουσίας στη Χώρα μας συναρτάται άμεσα προς τη θεσμική σχέση των oργάνων της εξουσίας αυτής με τα όργανα και τους φορείς των λοιπών συντεταγμένων εξουσιών [ νομοθετικής και εκτελεστικής], αφού από το είδος και την έκταση της σχέσεως αυτής προσδιορίζεται ο βαθμός όχι μόνο της τυπικής, αλλά κυρίως της ουσιαστικής ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης και των λειτουργών της. Εξ άλλου, η δικαστική λειτουργία είναι εξ ορισμού και από τη φύση της ελεγκτική των δύο άλλων πολιτειακών λειτουργιών, τις οποίες έχει ταχθεί να αναχαιτίζει διαφυλάσσοντας τη συνταγματική τάξη και προστατεύοντας τα ατομικά δικαιώματα και τις ελευθερίες των ανθρώπων. Επομένως η ενίσχυση της θέσεώς της στον πολιτειακό οργανισμό και η ενδυνάμωση και πληρέστερη περιχαράκωση της ανεξαρτησίας της παρίσταται επιτακτικότερη κατά το μέτρο που οι λοιπές εξουσίες, λόγω της δομής του σύγχρονου Κράτους και της ιστορικής φοράς των πολιτικών πραγμάτων, αποκτούν συνεχώς μεγαλύτερη ισχύ, άρα και αυξημένη δυνατότητα να απειλήσουν τα παραπάνω έννομα αγαθά. Τέλος, το αδιάβλητο και η ουσιαστική ανεξαρτησία των δικαστικών λειτουργών προϋποθέτει την αποσύνδεσή τους από νομικές σχέσεις που συνεπάγονται οικονομικές-πέραν των νόμιμων αποδοχών τους-παροχές, αφού οι σχέσεις αυτές και η αναπόφευκτη διαπλοκή με πρόσωπα, αντιλήψεις και συμφέροντα ξένα προς τη δικαιοδοτική λειτουργία είναι δυνατό να καλλιεργήσουν εξαρτήσεις, έστω και ψυχολογικές, ή να δημιουργήσουν την εντύπωση τέτοιων εξαρτήσεων. Υπό τα δεδομένα αυτά και ενόψει της, κατά κανόνα, αρνητική ιστορικής εμπειρίας, η Εταιρία διαπιστώνει ειδικότερα ότι δύο είναι οι παράγοντες που υπονομεύουν ουσιαστικά την ανεξαρτησία των δικαστικών λειτουργών και την αξιοπιστία της Δικαιοσύνης ως πολιτειακού θεσμού: Πρώτον, ο τρόπος επιλογής της ηγεσίας του Δικαστικού Σώματος [ Προέδρων και αντιπροέδρων των Ανώτατων Δικαστηρίων και Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου] σε συνάρτηση με την ιδιάζουσα θέση ορισμένων από τους φορείς της στο δικαιοδοτικό έργο και κυρίως στη διοίκηση της Δικαιοσύνης. Και, δεύτερον, η ανάμειξη των δικαστικών λειτουργών σε εξωδικαστικά έργα, δηλαδή είτε σε έργα της Διοικήσεως με τη συμμετοχή τους σε επιτροπές, συμβούλια και άλλα παρεμφερή, είτε σε έργα διαιτητών. Ως προς τον πρώτο παράγοντα [ηγεσία του δικαστικού σώματος], η ρίζα του προβλήματος πρέπει να αναζητηθεί στην κατά το Σύνταγμα, τον Κώδικα Οργανισμού των δικαστηρίων και τους εσωτερικούς κανονισμούς των Ανώτατων Δικαστηρίων ιδιαζόντως ενισχυμένη θέση των Προέδρων των Δικαστηρίων αυτών και του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Συγκεκριμένα, όλοι οι τελευταίοι είναι μόνιμα μέλη των αντίστοιχων Ανώτατων Δικαστικών Συμβουλίων, ενώ τα υπόλοιπα μέλη ορίζονται με κλήρωση για θητεία ενός έτους. Επιπλέον ο Πρόεδρος του Αρείου Πάγου είναι αυτοδικαίως πρόεδρος του Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου 86 του Συντάγματος, [ ενώ τα λοιπά μέλη του κληρώνονται], ο ίδιος δε, καθώς και οι Πρόεδροι του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Ελεγκτικού Συνεδρίου, μετέχουν ως μόνιμα μέλη στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο του άρθρου 100 του Συντάγματος, ενώ τα υπόλοιπα μέλη του ορίζονται επίσης με κλήρωση. Εξάλλου οι Πρόεδροι των Ανώτατων Δικαστηρίων είναι δυνατόν, υπό ορισμένες συνθήκες, να αναλάβουν και το αξίωμα του Πρωθυπουργού [άρθρ. 37 παρ. 3 Συντ.]. Εν όψει τούτων είναι ευνόητο όσο και ανθρωπίνως φυσικό η μεν εκάστοτε Κυβέρνηση να αναζητεί εκείνους που θα αποτελέσουν την ηγεσία της Δικαιοσύνης μεταξύ προσώπων από τα οποία, δικαίως ή αδίκως, προσδοκά, ιδίως σε ορισμένες κρίσιμες περιστάσεις, ευμενή θέση έναντι αθέμιτων επιλογών ή πρακτικών της ή έναντι προσώπων για τα οποία τρέφει ειδικό ενδιαφέρον, στους δε δικαστικούς λειτουργούς να αποδίδεται, βάσιμα ή αβάσιμα, ότι όσοι μεν προσβλέπουν στην κατάληψη των ύπατων θέσεων επιχειρούν τις κατάλληλες προσπελάσεις προς τους διαχειριστές [ή τους ενδεχόμενους διαχειριστές] της οικείας εξουσίας, όσοι δε κατέλαβαν τέτοιες θέσεις αποτίουν χρέος ευγνωμοσύνης. Ανεξαρτήτως αν τα προαναφερόμενα συμβαίνουν ή όχι στην πράξη του δημόσιου βίου, πολύ σημαντικότερο για τη λειτουργία των θεσμών και ειδικότερα για το κύρος και την αξιοπιστία της Δικαιοσύνης είναι το γεγονός ότι η ισχύουσα θεσμική ρύθμιση επιτρέπει και όχι σπάνια υποβάλλει στην κοινή συνείδηση τη γνώμη ή την εντύπωση ότι, σε τελευταία ανάλυση, η ελέγχουσα Εξουσία, δηλαδή η Δικαστική, χειραγωγείται από την ελεγχόμενη, δηλαδή από την εξουσία του κυβερνώντος κόμματος. Το ανορθόδοξο και το επικίνδυνο του πράγματος είναι καταφανές. Ως προς το δεύτερο παράγοντα [συμμετοχή σε εξωδικαστικά έργα], η ανάθεση διοικητικών καθηκόντων στους δικαστικούς λειτουργούς, ενώ ουδεμία η ελάχιστη ωφέλεια παρέχει στη διοίκηση, αντενδείκνυται [εκτός από τις περιπτώσεις που αναφέρονται παρακάτω], διότι κυρίως α] χρησιμεύει πολλές φορές για την κάλυψη παρανομιών των διοικητικών οργάνων, που οχυρώνονται πίσω από την υπογραφή του [ συνήθως ανίδεου ή ανύποπτου] δικαστή και β] ανοίγει διαύλους επικοινωνίας των δικαστικών λειτουργών με ποικίλους παράγοντες της Διοικήσεως, πολιτικούς και υπηρεσιακούς, των οποίων ενίοτε, ιδίως σε περιπτώσεις αμοιβόμενων θέσεων, ζητείται η εύνοια. Ιδιαίτερα επικίνδυνη για το κύρος, αλλά και για την ηθική ακεραιότητα και την κοινωνική παράσταση των δικαστών είναι η άσκηση απ΄ αυτούς καθηκόντων διαιτητή ή επιδιαιτητή σε ιδιωτικές διαφορές, και μάλιστα με αμοιβή.
Η διασύνδεση με ιδιωτικά συμφέροντα, ενίοτε πανίσχυρα, η δημιουργία σχέσεων με φορείς τέτοιων συμφερόντων σε βάση ή αφετηρία στυγνώς οικονομική, η προσδοκία νέων διαιτησιών, ιδίως όταν αναμένονται από όργανα της δημόσιας διοικήσεως , και η ευγνώμων διάθεση έναντι των οιονεί πελατών, που λειτουργεί ψυχολογικά και όταν η επιλογή του διαιτητή γίνεται από τρίτους [συμβούλιο άρθρου 871 παρ. 4 ΚΠολΔ], είναι στοιχεία που συνηγορούν έντονα υπέρ της αποχής των εν ενεργεία δικαστικών λειτουργών από διαιτητικά έργα οποιασδήποτε μορφής. Καθήκοντα επιδιαιτητή ή διαιτητή μπορεί-και πρέπει- να ανατίθενται σε δικαστικούς λειτουργούς μόνο μετά την έξοδό τους από την υπηρεσία, όπως , κατά δικαστική παράδοση, εφαρμόζεται στη Γαλλία. Τέλος, η ανάθεση διαιτησιών σε δικαστές ούτε ως τρόπος έμμεσης προσαυξήσεως των αποδοχών τους μπορεί να νοηθεί. Διότι τέτοια μεθόδευση όχι μόνο δεν προσήκει στην αξιοπρέπεια του δικαστικού λειτουργήματος, αλλά οδηγεί ευθέως και σε απαράδεκτες εισοδηματικές ανισότητες, καθώς και σε δυσμενείς σχολιασμούς άκρως υπονομευτικούς του κύρους της Δικαιοσύνης και των συγκεκριμένων λειτουργών της.
ΙΙ. Από όλα τα προεκτιθέμενα η Εταιρία οδηγείται στη διατύπωση των ακόλουθων προτάσεων:
Α. Μεταξύ των ρυθμίσεων που προτάθηκαν κατά καιρούς ως προς την επιλογή της ηγεσίας του Δικαστικού Σώματος [προέδρων και αντιπροέδρων ανωτάτων δικαστηρίων και εισαγγελέα του ΑΠ], κατεξοχήν αποκρουστέα είναι εκείνη που προβλέπει τη συγκρότηση κάποιου ειδικού εκλεκτορικού σώματος από δικαστές, δικηγόρους, πανεπιστημιακούς καθηγητές ή και εκπροσώπους κομμάτων. Διότι, ενώ πολλαπλασιάζει τον κίνδυνό της [εκ των προτέρων ή εκ των υστέρων] εξαρτήσεως επί τον αριθμό των παραγόντων που θα αποτελούν το ιδιότυπο αυτό σώμα, εμφανίζει συνάμα και το σοβαρότατο μειονέκτημα ότι το προαναφερόμενο σώμα δεν θα υπέχει ευθύνη έναντι ουδενός και κατά τούτο θα υστερεί έναντι του Υπουργικού Συμβουλίου που είναι υπεύθυνο ενώπιον του Κοινοβουλίου, του εκλογικού σώματος και του Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου 86 του Συντάγματος. Λιγότερο μειονεκτικό [και πάντως σύμφωνα με ρυθμίσεις που απαντώνται στα Επαναστατικά Συντάγματα της Επιδαύρου του έτους 1822 και του Άστρους του 1823, καθώς και στα Συντάγματα του Βελγίου, της Δανίας, της Ιταλίας και της Πορτογαλίας] είναι το επίσης προταθέν σύστημα της εκλογής της ηγεσίας από την Ολομέλεια του οικείου Ανωτάτου Δικαστηρίου με μυστική ψηφοφορία. Περικλείει, όμως, τον κίνδυνο ψηφοθηρικών ενεργειών και της εκτροφής φατριαστικών φαινομένων και διχαστικών τάσεων στους κόλπους του Δικαστικού Σώματος.
Β. Ριζική λύση του προβλήματος, τα τυχόν μειονεκτήματα της οποίας αντισταθμίζονται από το μέγιστο πλεονέκτημα της πλήρους κατοχυρώσεως της δικαστικής ανεξαρτησίας και της αποκαταστάσεως σε αδιατάρακτη βάση του κύρους, του αδιαβλήτου και της αξιοπιστίας της Δικαιοσύνης, είναι αυτή που προκύπτει από το συνδυασμό των εξής δύο ρυθμίσεων:
Πρώτον, να καταργηθεί το προνομιακό νομικό καθεστώς των προέδρων των Ανωτάτων Δικαστηρίων και οι λειτουργοί αυτοί να επανέλθουν στη φυσική θέση τους ως πρώτοι μεταξύ ίσων. Η διοίκηση του δικαστικού σώματος πρέπει να είναι συλλογική και να ασκείται από Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο, του οποίου όλα τα μέλη θα ορίζονται με κλήρωση μεταξύ των δικαστών που έχουν ορισμένη προϋπηρεσία στο οικείο Ανώτατο Δικαστήριο. Με όμοια κλήρωση θα ορίζονται και όλα τα μέλη των Ειδικών Δικαστηρίων που μνημονεύονται στο προηγούμενο κεφάλαιο [υπό 1].
Δεύτερον, η διεύθυνση του Ανώτατου Δικαστηρίου και κάθε άλλη αρμοδιότητα που ανήκει σήμερα στον πρόεδρό του [εποπτεία, πειθαρχική δίωξη κλπ] θα ασκείται εκ περιτροπής για ένα μόνο δικαστικό έτος από το εκάστοτε αρχαιότερο μέλος του Δικαστηρίου, της δε Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου από τον εκάστοτε αρχαιότερο των ομοιόβαθμων μελών της [με θητεία ενός έτους]. Τα τμήματα του Δικαστηρίου θα προεδρεύονται από τον αρχαιότερο δικαστή που θα έχει τις σημερινές αρμοδιότητες του αντιπροέδρου.
Η άποψη ότι με τις παραπάνω ρυθμίσεις στεγανοποιείται πλήρως η Δικαστική Εξουσία και γίνεται οιονεί «κράτος εν κράτει» είναι διττά εσφαλμένη. Αφενός διότι η Δικαιοσύνη, από αυτή τη φύση και την αποστολή της ως ελέγχουσας και κυρωτικής λειτουργίας, π ρ έ π ε ι να αποτελεί στεγανό έναντι των λοιπών εξουσιών, και κάθε άλλης εξωγενούς επιρροής, αφού μόνον έτσι μπορεί να ασκήσει αποτελεσματικά το ποσοστό εκείνο της λαϊκής κυριαρχίας που της έχει ανατεθεί από το Σύνταγμα και, αφετέρου, διότι οι λειτουργοί της Δικαιοσύνης υπόκεινται σε πειθαρχικό έλεγχο που προκαλείται και με πειθαρχική αγωγή του Υπουργού της Δικαιοσύνης [άρθρ. 91 παρ. 1 και 3 Συντ.], ο οποίος με τη σειρά του υπόκειται κατά τούτο στον έλεγχο του Κοινοβουλίου.
Γ. Οι δικαστικοί λειτουργοί έως την έξοδό τους από την υπηρεσία πρέπει να αποκλειστούν από κάθε εξωδικαστική δραστηριότητα και ειδικότερα από την άσκηση ατομικού διοικητικού έργου καθώς και από συμμετοχή σε συλλογικά όργανα της διοικήσεως [επιτροπές, συμβούλια, ομάδες εργασίας] και σε διαιτησίες οποιασδήποτε κατηγορίας. Κατ΄ εξαίρεση, θα μπορούν 1] να ασκούν καθήκοντα αντιπροσώπου της δικαστικής αρχής κατά τη διενέργεια εκλογών, 2] να εκλέγονται μέλη της Ακαδημίας Αθηνών και καθηγητές Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων και 3] να μετέχουν, χωρίς αμοιβή [ με ανάλογη μείωση του δικαιοδοτικού τους έργου], σε νομοπαρασκευαστικές επιτροπές ύστερα από απόφαση του οικείου Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου.
Δ. Αν ο αναθεωρητικός νομοθέτης προκρίνει τη διατήρηση της σημερινής προνομιακής θέσεως των προέδρων των Ανώτατων Δικαστηρίων και του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, αποκρούοντας τη ρύθμιση που προτείνεται παραπάνω υπό στοιχ.β΄, η Εταιρία προτείνει επικουρικά να επιλέγεται η ηγεσία του Δικαστικού Σώματος από την Ολομέλεια του οικείου Ανώτατου Δικαστηρίου με μυστική ψηφοφορία. Η επιλογή πρέπει να γίνεται μεταξύ των δικαστικών λειτουργών που έχουν ορισμένη προϋπηρεσία. Στην περίπτωση επιλογής του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στην Ολομέλεια πρέπει να μετέχουν και οι αντεισαγγελείς του Δικαστηρίου αυτού. Παρά το μειονέκτημα που επισημάνθηκε παραπάνω [στοιχ. Α΄], το οποίο πάντως αμβλύνεται σε μέγιστο βαθμό από την μυστικότητα της ψήφου, η ρύθμιση αυτή είναι κατάδηλα προτιμότερη από το ισχύον σύστημα, η αρνητική πλευρά του οποίου είναι τόσο σημαντική ώστε να μην απομένουν περιθώρια για διάγνωση κάποιου ουσιώδους πλεονεκτήματος.
Η Εταιρία εκφράζει τη ευχή και την ελπίδα ότι η πολιτική ηγεσία της Χώρας, συνειδητοποιώντας, βάσει και των ιστορικών εμπειριών, το μέγεθος και τη βαρύτητα του ζητήματος, θα θελήσει να προχωρήσει με γενναιότητα στην ορθή αντιμετώπισή του, η οποία υπαγορεύεται από το γενικότερο δημόσιο συμφέρον, αλλά εν τέλει και από το συμφέρον αυτών τούτων των πολιτικών παρατάξεων.
Αθήνα 17 Ιουνίου 1993.
Ο Πρόεδρος του ΔΣ Ο Γραμματέας
Δημήτριος Γουργουράκης Μιχάλης Σταθόπουλος