Νομοσχέδιο «για τον εξορθολογισμό και την βελτίωση στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης»
Πορίσματα συζητήσεων
(Συνεδριάσεις Ε.Δ.Μ. 18 Νοεμβρίου 2010 , 25 Νοεμβρίου 2010 και 2 Δεκεμβρίου 2010 )
Η Εταιρία Δικαστικών Μελετών συνήλθε σε 3 συνεδριάσεις για να συζητήσει τις προτεινόμενες με το νομοσχέδιο του Υπουργείου Δ/νης « εξορθολογισμός και βελτίωση της ποινικής δικαιοσύνης» και να διατυπώσει πορίσματα. Ύστερα από εισηγήσεις των: 1) Μιχάλη Μαργαρίτη, Αρεοπαγίτη ε.τ., 2) Ιωάννη Γαβρίλη, Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου ε.τ., 3)Χρήστου Μυλωνόπουλου, Καθηγητή Ποινικού Δικαίου του Πανεπιστημίου Αθηνών, 4) Πολυχρόνη Τσιρίδη, Δ.Ν, δικηγόρου, που έγιναν κατά τις συνεδριάσεις της 18 Νοεμβρίου 2010, 25 Νοεμβρίου 2010 και 2 Δεκεμβρίου 2010, διατυπώθηκαν από τα μέλη της Εταιρίας τα πιο κάτω εποικοδομητικά κατά την άποψή της πορίσματα.
Α. Μετά από εισήγηση του κ. Μαργαρίτη επί των άρθρων 1 έως και 7 και 35 στοιχείο β. του νμσχ , η Εταιρία Δικαστικών Μελετών κατάληξε επί των σημείων αυτών στα εξής πορίσματα:
α. Με το άρθρο 1 του ΣχΝ αντικαθίσταται για μια ακόμη φορά το αρθρ. 82 του ΠΚ περί μετατροπής των περιοριστικών της ελευθερίας ποινών. Με τα άρθρα 2 και 3 του ΣχΝ αντικαθίστανται τα άρθρα 99 παρ.1 και 100 του ΠΚ περί αναστολής της περιοριστικής της ελευθερίας ποινής. Με το άρθρο 4 του ΣχΝ αναπροσαρμόζεται το σύστημα απόλυσης του καταδίκου υπό όρο, με την προσθήκη στο αρθρ.105 του ΠΚ παρ. 3 και 7 .
Οι ρυθμίσεις των άρθρων 1-4 του Σχεδίου νόμου συνιστούν μια αποφασιστική επέμβαση στη δογματική του σκοπού και της λειτουργίας των ποινών, για αδικήματα μικρής και μέσης παραβατικότητας για τα οποία θα επιβληθεί ποινή φυλάκισης μέχρι πέντε ετών. Για τα εγκλήματα αυτά, με τις νέες ρυθμίσεις, ο καταδικασθείς δεν αντιμετωπίζει τον κίνδυνο να διέλθει την πύλη της φυλακής.
Σε μια εποχή βαθιάς ηθικής, κοινωνικής και οικονομικής κρίσης, που επιτείνεται από μια ανεξέλεγκτη,, εκ των πραγμάτων, αθρόα εισαγωγή λαθρομεταναστών, η γενική και ειδική πρόληψη, τόσο με τη θετική της μορφή της επιβράβευσης του νομοταγούς ατόμου για τη συμπεριφορά του, όσο και την αρνητική της μορφή της συγκράτησης των επιρρεπών από την τέλεση αδικημάτων, με τις διατάξεις των αρ. 1-4 του Σχεδίου νόμου υφίσταται σοβαρότατο πλήγμα.
Μόνη η υπερπληρότητα των ανεπαρκών και υποβαθμισμένων ανθρωπιστικά φυλακών δεν αποτελεί σοβαρό λόγο, για να δικαιολογήσει μια τέτοια καταλυτική παρέμβαση στο νομικό δόγμα των σκοπών της ποινής που προεκτέθηκε.
Για το λόγο αυτό, η Εταιρία Δικαστικών Μελετών παίρνει αρνητική θέση επί των διατάξεων αυτών.
Εξαίρεση στην αρνητική θέση πρέπει να αποτελέσει η επέκταση του ευεργετικού υπολογισμού εργασίας στις φυλακές σε σοβαρώς νοσούντα άτομα καθώς και στις κρατούμενες μητέρες για όσο διάστημα έχουν μαζί τους τα ανήλικα τέκνα τους.
β. Με το άρθρο 5 του ΣχΝ αντικαθίσταται το άρθρο. 56 εδ. Β του ΠΚ. Με την ισχύουσα διάταξη προβλέπεται ήδη η κατ’οίκον έκτιση της ποινής προσώπων που έχουν καταδικαστεί σε ποινή φυλάκισης για οφειλές προς το Δημόσιο ή νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και έχουν υπερβεί το εβδομηκοστό πέμπτο έτος της ηλικίας τους. Η ευνοϊκή αυτή μεταχείριση επεκτείνεται σε όλου όσους έχουν υπερβεί το 75ο έτος και εκτίουν ποινή φυλάκισης για οπουδήποτε αδίκημα.
Η ΕΔΜ , συντασσόμενη με την ανθρωπιστική φιλοσοφία της διάταξης, λαμβάνει θετική στάση επί της διάταξης αυτής.
γ. Με το άρθρο 6 του ΣχΝ αντικαθίστανται το αρθρ. 384. και προστίθεται νέο άρθρο 406 Α στο ΠΚ.
Πρόκειται για παρέμβαση που αναμορφώνει το θεσμό της έμπρακτης μετάνοιας και τον επεκτείνει, σε όλα σχεδόν τα οικονομικά αδικήματα, που τελούνται χωρίς βία, όπως κλοπές, υπεξαιρέσεις, φθορές (ΠΚ 372-374, 375-377, 381 και 382), απάτες κάθε μορφής, απατηλή πρόκληση βλάβης, απιστία, δόλια αποδοχή παροχών, αποδοχή και διάθεση προϊόντων του εγκλήματος, παρακώλυση συναγωνισμού, καταδολίευση, παρακώλυση άσκησης δικαιώματος, παράνομη αλιεία, παραπλάνηση ανηλίκων σε χρέη, τοκογλυφία, αισχροκέρδεια, παραπλάνηση σε χρηματιστηριακές πράξεις ( ΠΚ 386-406).
Σε όλους είναι γνωστή η θετική στάση των δικαστηρίων στα περισσότερα από τα εν λόγω εγκλήματα, όταν οι παθόντες εμφανίζονται στο ακροατήριο, ακόμη και του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου και δηλώνουν ότι «ικανοποιήθηκαν», οπότε το δικαστήριο κηρύσσει αθώους τους κατηγορούμενους, «ελλείψει δόλου». Με τις νέες διατάξεις επικαλύπτεται νομικά η εν λόγω περίπτωση .
Έτσι η θέση της ΕΔΜ στο άρθρο 6 του Σχεδίου νόμου είναι θετική .
δ. Με το άρθρο 36 στοιχ. β του ΣχΝ καταργούνται τα αρθρ. 100Α, 316, 317, 318, 319, 320, 321, 379, 393, 395, 402, 404, παρ. 5 και 384 Α του ΠΚ.
Ουσιαστικά καταργήθηκαν οι ρυθμίσεις των αρθρ. 316-321 για την μονομαχία που αποτελούσε απολίθωμα άλλων εποχών, καθώς και το άρθρ 384 Α για την καταστολή φθορών που προκαλούν το κοινό αίσθημα. Έτσι η θέση της ΕΔΜ στο σχέδιο νόμου είναι θετική.
Β.Επί των άρθρων 8-και 22 , η Εταιρία Δικαστικών Μελετών κατέληξε, ύστερα από εισήγηση του κ. Γαβρίλη, στα εξής πορίσματα:
Άρθρο 8.Η μείωση της διάρκειας της προκαταρκτικής εξέτασης από 4 μήνες σε 3 και της παράτασης έως 3 το πολύ μήνες καθώς επίσης και ο ακριβής προσδιορισμός του χρονικού σημείου έναρξης αυτής κινούνται προς την ορθή κατεύθυνση υπό το πρίσμα της επιτάχυνσης των σχετικών διαδικασιών.
Άρθρο 9. Απαραίτητη η προσθήκη στην παρ. 1 ότι μπορεί να μην ενεργηθεί προκαταρκτική εξέταση αν υπάρχει πόρισμα του Γενικού Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης και των λοιπών οργάνων ελέγχων και επιθεώρησης.
Άρθρο 10 ( παρ.1-3). Ορθός ο περιορισμός των προσώπων που απολαμβάνουν ειδικής (ιδιάζουσας) δωσιδικίας, θα πρέπει όμως να περιληφθούν και πάλι οι μητροπολίτες προκειμένου να διαφυλαχθεί το κύρος τόσο αυτών όσο και της Εκκλησίας στις τοπικές ιδίως κοινωνίες. Πρέπει επίσης να προστεθούν οι περιφερειάρχες λόγω του αποφασιστικού πλέον ρόλου τους στη δημόσια διοίκηση.
Άρθρο 10(παρ.4). Σύμφωνα με τη νέα ρύθμιση διευρύνεται κατά πολύ η γενική αρμοδιότητα του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου. Συγκεκριμένα αντί να δικάζει πλημμελήματα, για τα οποία απειλείται φυλάκιση με ελάχιστο όριο κατώτερο τω τριών μηνών η ΧΠ ή και οι δύο ποινές, δικάζει τα πλημμελήματα για τα οποία απειλείται στο νόμο φυλάκιση με ελάχιστο όριο κατώτερο του ενός έτους ή ΧΠ. κ.λ.π., εκτός από εκείνα των άρθρων 259 και 302 του ΠΚ. και της συκοφαντικής δυσφήμισης δια του τύπου. Περιλαμβάνει δηλαδή τη μεγάλη μάζα των σοβαρών οπωσδήποτε πλημμελημάτων όπως είναι αυτά που έχουν ελάχιστο όριο τουλάχιστον τριών (3) μηνών που είναι και τα περισσότερα καθώς και εκείνα για τα οποία η απειλούμενη ποινή είναι φυλάκιση τουλάχιστον έξι (6) μηνών +ΧΠ κ.λ.π.
Η εκδίκαση πλημμελημάτων που απειλούνται στο νόμο με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών (3) μηνών αγγίζει τα όρια των δυνατοτήτων του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου, το οποίο συγκροτείται κατά κανόνα από νέους σε διορισμό δικαστές, αν μάλιστα ληφθεί υπ’ όψη και ο πρόσθετος φόρτος εργασίας λόγω της ανωτέρω επέκτασης της αρμοδιότητας. Επομένως το Μονομελές Πλημμελειοδικείο υπερβαίνει τα όρια των δυνατοτήτων του, ενόψει της διεύρυνσης αυτής και με τα πλημμελήματα που απειλούνται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον έξι (6)μηνών, πολλά από τα οποία παρουσιάζουν ποικίλα νομικά και ουσιαστικά προβλήματα.
Σχετικά με το θέμα αυτό αξίζει να αναφερθεί ενδεικτικά ότι με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον έξι (6) μηνών απειλούνται στον Ποιν. Κώδικα και τα πλημμελήματα των άρθρων 256 στοιχ. α’ 334 παρ. 306 παρ 1. 325, 350, 381 παρ 3, 388, 394, παρ 4 , 404 παρ. 1-2 , 195 , 187 παρ. 3, και 221 παρ. 1 εδαφ. β και 338 παρ. 2 εδαφ. α΄ καθώς και άλλα, σε ειδικούς νόμους, όπως στο άρθρο 3 νόμου 3385/2005 (παραβάσεις εργατικής νομοθεσίας άρθρο 7 παρ. 5 νόμου 3603/2007 (ρύθμιση θεμάτων δημοσκοπήσεων )κ.α.
Σε ότι αφορά την εξαίρεση από την αρμοδιότητα του Μονομελούς, που ορθώς περιλαμβάνει τα πλημμελήματα των άρθρων 259 και 302 του ΠΚ και τη συκοφαντική δυσφήμηση δια του τύπου, θα πρέπει να προστεθούν, και εκείνα των άρθρων 251 και 252 ΠΚ.
Άρθρο 11. Αποδεκτό το άρθρο αυτό .
Άρθρο 12. Αντικατάσταση παρ. 4 του άρθρου 243 του ΚΠΔ. Η διάρκεια της προανάκρισης από 6 μήνες περιορίζεται σε 3 μήνες . Ορθή η ρύθμιση αφού συμβάλλει στη συντόμευση της προδικασίας.
Αντικατάσταση παρ. 4 τους άρθρου 248 του ΚΠΔ. . Ορθός ο περιορισμός του χρόνου της ανάκρισης από 1 έτος σε οκτώ (8) μήνες και της συμπληρωματικής ανάκρισης σε δύο μήνες αντί τρεις(3) μήνες καθώς και της παράτασης εφάπαξ μέχρι δύο (2) μήνες αντί τμηματικά μέχρι έξι (6) μήνες. Ο περιορισμός όμως του χρόνου της συμπληρωματικής ανάκρισης δεν θα πρέπει ν’ αφορά μόνο τη διατασσόμενη από το Συμβούλιο αλλά κι εκείνη που παραγγέλλεται από τον Εισαγγελέα.
Άρθρο 13. Μετά τη φράση «όταν έχει προηγηθεί διοικητική εξέταση πρέπει να προστεθεί η φράση «και δεν έχει ενεργηθεί προκαταρκτική εξέταση». Συμφωνούμε κατά τα λοιπά.
Άρθρο 14. Παρ. 1-2 . Οι μεταβολές στις παρ. 1-2 αφορούν τη διατύπωση και την προσαρμογή με άλλες διατάξεις και είναι ορθές.
Παρ. 3.Στην παρ. 3 της οποίας αντικαθίσταται το εδαφ. Β' παρατηρούνται τα εξής:
Η παράγραφος 3 προσετέθη με το άρθρο 5 παρ. 6 του νόμου 1738/1987 για την κάλυψη κενού και νομιμοποίηση της από μακρού πάγιας πρακτικής. Το εδαφ. β' που προβλέπει για πρώτη φορά την άσκηση ποινικής δίωξης με αρχειοθέτηση είχε ως σκοπό την απαλλαγή των μεγάλων Εισαγγελιών από το βάρος της άσκοπης μετακίνησης χιλιάδων δικογραφιών που αφορούν κυρίως κλοπές από άγνωστους δράστες και αποστέλλονται ταχυδρομικώς από τις αστυνομικές αρχές. Η συμπλήρωση του εδαφ. β' πρέπει να γίνει μόνο με τη φράση «ή προκαταρκτική εξέταση», ενώ δεν είναι σκόπιμη η προσθήκη «ή ένορκη διοικητική εξέταση ή πόρισμα ή έκθεση ελέγχου του Γενικού Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης ή Σώματος ή Υπηρεσίας Επιθεώρησης και Ελέγχου των φόρων της παραγράφου 2 του άρθρου 1 του νόμου 3074/2002.», γιατί από τις ανωτέρω ενέργειες δε νοείται η μη ανεύρεση δράστη ή έστω ο εντοπισμός υπόπτου στο πλαίσιο των δημοσίων υπηρεσιών κ.λ.π. κι επομένως είναι προφανές ότι σε κάθε περίπτωση η συνέχιση της έρευνας είναι απαραίτητη.
Άρθρο 15.α. Η ενοποίηση των τρόπων ουσιαστικής περάτωσης της κύριας ανάκρισης στα πλαίσια της οποίας επιχειρείται η αντικατάσταση της παραγράφου 1 του άρθρου 308 του ΚΠΔ είναι κατ' αρχήν ορθή σκέψη, η οποία έχει κυρίως ως στόχο την απλοποίηση των σχετικών διαδικασιών (βλ. αιτιολογική έκθεση σελ. 19-20). Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι πρέπει ν' αποκλεισθούν εξαιρέσεις όταν αυτές επιβάλλονται για την πιο αποτελεσματική αντιμετώπιση συγκεκριμένων και ιδιαίτερης βαρύτητας εγκληματικών δραστηριοτήτων και την ουσιαστική επιτάχυνση των αντίστοιχων διαδικασιών πολύ περισσότερο όταν οι ρυθμίσεις αυτές αποδείχθηκαν επιτυχείς στο παρελθόν. Έτσι η συμπλήρωση του άρθρου 8 με το άρθρο 5 του νόμου 1738/1987 που προβλέπει την περάτωση της κύριας ανάκρισης από το Συμβούλιο Εφετών στα εγκλήματα του άρθρου 1 του νόμου 1608/1950, η οποία έγινε και υπό την πίεση της κοινής γνώμης λόγω της μεγάλης καθυστέρησης στην περίπτωση των σχετικών υποθέσεων στο στάδιο της προδικασίας αλλά και της μεγάλης αύξησης των κρουσμάτων διαφθοράς, είχε κατά γενικήν ομολογία θετικά αποτελέσματα τόσο στο θέμα της επιτάχυνσης όσο και στη δικαστική διαχείριση των σχετικών υποθέσεων από τους έμπειρους δικαστές των Εφετείων. Επομένως θα πρέπει να διατηρηθεί η υπάρχουσα ρύθμιση και η παράγραφος 1 του άρθρου 308 του ΚΠΔ να παραμείνει ως έχει.
β. Θα πρέπει, είτε με προσθήκη παραγράφου 3 είτε με διάταξη σε προστιθέμενο κεφάλαιο με τον τίτλο «διατηρούμενες διατάξεις», να διατηρηθούν οι διατάξεις ειδικών νόμων, οι οποίες προβλέπουν ότι η ανάκριση περατούται με βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών σε πρώτο και τελευταίο βαθμό όπου αυτό κρίνεται σκόπιμο όπως λχ στην περίπτωση του νόμου 2928/2001 και του άρθρου 5 του νόμου 3213/2003 «Δήλωση και έλεγχος περιουσιακής κατάστασης βουλευτών κ.λ.π.. (Επιτρέπεται αναίρεση και στον κατηγορούμενο).
Άρθρο 18. Θα πρέπει να παραμείνει η ισχύουσα διάταξη του άρθρου 309 παρ. 2. Η αθρόα εμφάνιση των διαδίκων ή των συνηγόρων τους ενώπιον του συμβουλίου θα προκαλέσει έντονο πρόβλημα στη λειτουργία των συμβουλίων. Είναι προτιμότερο, για λόγους ισότητας των όπλων , να καταργηθεί η παρουσία του εισαγγελέα στο συμβούλιο, η οποία, όπως έχει αποδείξει η πράξη, έχει κατά κανόνα τυπικό μόνο χαρακτήρα.
Άρθρο 19. Διατήρηση ή όχι και επιβολή περιοριστικών όρων. Ορθή η προσθήκη ανεξάρτητα από το γεγονός ότι το περιεχόμενο της αποτελεί πάγια πρακτική.
Άρθρο 20. Συμφωνούμε και με τις δυο ρυθμίσεις οι οποίες είναι προς την ορθή κατεύθυνση.
Άρθρο 21 και 22 .Οπωσδήποτε η ρύθμιση είναι προς τη σωστή κατεύθυνση και θα πρέπει να καθιερωθεί και είναι από κάθε πλευρά καλλίτερη από τη σχετική ρύθμιση του άρθρου 12 παρ. 4 του νόμου 1941/1991 που καταργήθηκε εγκαίρως με το νόμο 2172/1993.
Προς άρση όμως αρνητικών συνεπειών και με στόχο πάντοτε την επίσπευση των διαδικασιών με παράλληλη διασφάλιση, στο μέτρο του εφικτού, των δικαιωμάτων του κατηγορούμενου προτείνουμε ως προϋπόθεση του παραδεκτού της αίτησης ακύρωσης της διαδικασίας το ανέκκλητο της ερήμην εκδοθείσης απόφασης, με επιμήκυνση όμως στην περίπτωση αυτή της προθεσμίας που προβλέπεται για την άσκηση έφεσης ιδίως για τους θεωρούμενους ως γνωστής διαμονής.
Γ. Η εισήγηση του κ. Μυλωνόπουλου αναφέρθηκε στην ποινική συνδιαλλαγή, που ρυθμίζεται στο άρθρο 17 του νομοσχεδίου. Η ΕΔΜ τάσσεται κατ’ αρχήν υπέρ της θεσμοθέτησης της συνδιαλλαγής, όπως εισάγεται με το νομοσχέδιο. Τηρεί όμως αρνητική θέση, ως προς τη συμπερίληψη στο πεδίο εφαρμογής της συνδιαλλαγής και του εγκλήματος της διακεκριμένης κλοπής.
Δ. Επί των υπόλοιπων σημείων του νομοσχεδίου η ΕΔΜ, ύστερα από εισήγηση του κ. Τσιρίδη, η ΕΔΜ διατύπωσε τα εξής πορίσματα:
1. Η πρόβλεψη πειθαρχικού ελέγχου δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών επί αποφάσεων αναβλητικών, κατ’εφαρμογήν του άρθρου 349 ΚΠΔ, προσβάλλει τη λειτουργική τους ανεξαρτησία και την ουσιαστική του κρίση, στοχοποιούσα, ειδικώς , τις αναβλητικές αποφάσεις.
2. Η τροποποίηση του άρθρου 497 ΚΠΔ (ανασταλτική δύναμη έφεσης) και η αναστολή εκτέλεσης πρωτοβαθμίων αποφάσεων που επιβάλλουν ποινή κάθειρξης μέχρι 10 ετών, υπό τις προϋποθέσεις περίπου που επιτρέπεται και η προσωρινή κράτηση( 282 ΚΠΔ), είναι προβληματική και εγείρει ιδιαίτερα ζητήματα:
α) Η ταυτοποίηση των προϋποθέσεων με αυτές του άρθρου 282 ΚΠΔ ενέχει ενδοσυστηματική αντινομία, εφόσον με την καταδικαστική πρωτοβάθμια απόφαση έχουμε σημαντική ρωγμή του τεκμηρίου αθωότητας, ενώ στην προσωρινή κράτηση μια πρώτη κάμψη, λόγω υπάρξεως σοβαρών ενδείξεων ενοχής.
β. Η μη εκτελεστότητα πρωτοδίκων αποφάσεων που επιβάλλουν ποινή κάθειρξης μέχρι 10 ετών ( παρά μόνον με τις αυστηρές προϋποθέσεις που θέτει το Νομοσχέδιο ), σε συνδυασμό με το γεγονός ότι και η επιβολή της προσωρινής κράτησης είναι νοητή, πλέον, υπό τις προϋποθέσεις του ισχύοντος άρθρου 282 ΚΠΔ, σημαίνει ότι επί σοβαρών κακουργημάτων ( διακεκριμένων κλοπών, απατών, εκβιάσεων κλπ. ) επί κατηγορουμένων που δεν έχουν άλλες καταδίκες για αξιόποινες πράξεις, εγκλεισμός στη φυλακή προϋποθέτει τελεσίδικη απόφαση. Ο εγκλεισμός όμως στη φυλακή καταδικασθέντων μετά την τελεσίδικη καταδίκη τους (μετά από πολλά χρόνια), δικαιοπολιτικά αντενδείκνυται, αφού λαμβάνει χώρα σε χρόνο που δεν θα ικανοποιεί το κοινό αίσθημα και δεν αποκαθιστά την τραυματισμένη κοινωνική κρίση (βασική κατεύθυνση της ποινικής δίκης).
Ο Πρόεδρος Ο Γραμματέας
Ιωάννης Χαμηλοθώρης Γεώργιος Κασιμάτης
Πρόεδρος Εφετών Ομ. Καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών