ΕΤΑΙΡΙΑ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ
[Συνεδρίαση της 10/2 και 24/2/2000]
ΠΟΡΙΣΜΑ
Τα μέλη της Εταιρίας Δικαστικών Μελετών συνεδρίασαν στα γραφεία της στις 10/2 και 24/2/2000 και αφού άκουσαν την εισήγηση του Εφέτη Ιωάννη Χαμηλοθώρη και μετά διεξοδική συζήτηση κατέληξαν στις ακόλουθες διαπιστώσεις σε σχέση με τους εναλλακτικούς τρόπους επίλυσης των ιδιωτικών διαφορών :
1. Στη χώρα μας παρουσιάζονται προβλήματα αναγόμενα στην απονομή της πολιτικής δικαιοσύνης και οφειλόμενα κυρίως στην υπερφόρτωση των δικαστηρίων και στην καθυστέρηση που παρατηρείται κατά βάση από την αιτία αυτή στην διεκπεραίωση των υποθέσεων που εισάγονται στα δικαστήρια.
2. Οι εναλλακτικοί τρόποι επίλυσης των ιδιωτικών διαφορών και κυρίως η μεσολάβηση εκτός της δίκης εμφανίζει πλεονεκτήματα διότι μπορούν να οδηγήσουν στην ουσιαστική ελάφρυνση του φόρτου εργασίας των πολιτικών δικαστηρίων, στην οριστική ειρήνευση των διαδίκων και στην ανεύρεση λύσεων που βρίσκονται πιο κοντά στην ουσία των πραγμάτων και ανταποκρίνονται στην προσδοκίες των διαδίκων.
3. ΄Άλλες ανεπτυγμένες χώρες [ιδίως Αγγλία, Η.Π.Α., Γαλλία, Καναδά, Ιαπωνία], έχουν εισαγάγει και εφαρμόζουν με επιτυχία εναλλακτικούς τρόπους επίλυσης των ιδιωτικών διαφορών.
4. Επιδεικνύεται ιδιαίτερα και καταβάλλονται προσπάθειες για τη θέσπιση εναλλακτικών τρόπων επίλυσης των διαφορών και από διακρατικούς οργανισμούς, όπως είναι το Συμβούλιο της Ευρώπης, το οποίο με την πρόσφατη σχετικά σύστασή του Νο R [98] 1 της 21.1.1998 καλεί τα κράτη-μέλη να καθιδρύσουν ή να αναπτύξουν, όπου υπάρχει, το θεσμό της διαμεσολάβησης στις οικογενειακές διαφορές. Αλλά και από Ευρωπαϊκή ΄Ενωση, στους κόλπους της οποίας και ιδίως στο συμβούλιο κορυφής για θέματα δικαιοσύνης και ασφάλειας, που έλαβε χώρα στο Τάμπερε της Φιλανδίας στις 15 και 16 Οκτωβρίου 1999, επισημαίνεται η ανάγκη να δημιουργηθούν από τα κράτη-μέλη εναλλακτικές εξωδικαστικές μορφές επίλυσης των διαφορών.
5. Η ρύθμιση του άρθρου 214Α Κ.Πολ.Δ. για συμβιβαστική επίλυση ιδιωτικών διαφορών εκτός δίκης, η εφαρμογή της οποίας επανειλημμένων αναστέλλεται, ενώ επιβάλλεται να ενεργοποιηθεί και να δοκιμαστεί στην πράξη, αναφέρεται μόνο στις διαφορές που υπάγονται στην καθ’ύλην αρμοδιότητα του πολυμελούς πρωτοδικείου και δικάζονται κατά την τακτική διαδικασία.
Μετά τις διαπιστώσεις αυτές η Εταιρία
Προτείνει
Τις ιδιωτικές διαφορές που δεν καλύπτονται από το άρθρο 214Α Κ.Πολ.Δ., τη θεσμοθέτηση και τη λειτουργία συμπληρωματικώς προς την προβλεπόμενη από το άρθρο αυτό συμβιβαστική επίλυση, της μεσολάβησης εκτός της δίκης, ως κατάλληλου και προσαρμοσμένου στα ελληνικά δεδομένα εναλλακτικού τρόπου επίλυσης των ιδιωτικών διαφορών, που οριοθετείται και προσδιορίζεται κατά βάση ως εξής :
Η μεσολάβηση εκτός της δίκης, δεν πρέπει να είναι υποχρεωτική, αλλά να βασίζεται στην ελεύθερη βούληση των μερών.
Τη μεσολάβηση αυτή πρέπει να διεξέρχονται έμπειροι δικαστές του πρώτου βαθμού [ κατά κύριο λόγο πρόεδροι πρωτοδικών και δευτερευόντως πρωτοδίκες ή ειρηνοδίκες], των οποίων και αποτελεί το αποκλειστικό έργο για ορισμένο χρόνο [λ.χ. για μία διετία, με δυνατότητα ανανέωσης για άλλη μία διετία].
Ο ορισμός των μεσολαβητών-δικαστών πρέπει να γίνεται από τα όργανα που διευθύνουν τα δικαστήρια.
Στα μεγάλα δικαστήρια, στα οποία η υπηρεσία χωρίζεται κατά τμήματα δικαίου, όπως είναι το Πρωτοδικείο Αθηνών, μπορεί όταν καταρτίζονται οι συνθέσεις να ορίζονται κατά τμήμα [λ.χ. οικογενειακού, ενοχικού δικαίου κλπ] ορισμένοι πρόεδροι πρωτοδικών ή πρωτοδίκες [1 έως 2 περίπου] ως μεσολαβητές για τις υποθέσεις του τμήματος. Στα άλλα μεγάλα πρωτοδικεία και ειρηνοδικεία οι μεσολαβητές [πρόεδροι πρωτοδικών, πρωτοδίκες ή ειρηνοδίκες] θα ορίζονται για όλες τις υποθέσεις του αντίστοιχου δικαστηρίου.
Στα μικρά επαρχιακά δικαστήρια οι μεσολαβητές πρέπει να ορίζονται για όλη την ύλη της περιφέρειας του πρωτοδικείου.
Σε ορισμένες εξαιρετικές περιπτώσεις, όπου η φύση των υποθέσεων απαιτεί περισσότερο ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης και λιγότερο νομικές γνώσεις, για την επιτυχή διενέργεια της μεσολάβησης, τότε ο μεσολαβητής-δικαστής μπορεί να αναθέτει το έργο της μεσολάβησης σε ειδικό επιστήμονα, του οποίου όμως θα έχει την εποπτεία.
Προς το σκοπό αυτό πρέπει να συντάσσεται στα δικαστήρια με αυστηρές προδιαγραφές ειδικός πίνακας μεσολαβητών.
Η προσφυγή στη μεσολάβηση πρέπει , να βρίσκει απάντηση μέσα σε σύντομο χρόνο [π.χ. μέσα σε δύο μήνες].
Τα μέρη μπορούν να προσφύγουν στη μεσολάβηση τόσο πριν από τη δίκη, όσο και κατά την διάρκεια αυτής, σε οποιοδήποτε στάδιο της εκκρεμοδικίας.
Ειδικότερα κατά τη διάρκεια της δίκης, μπορεί το δικαστήριο να παραπέμψει την υπόθεση σε μεσολαβητή, εφόσον εκτιμά ότι υπάρχουν πιθανότητες επιτυχίας και συμφωνήσουν τα μέρη, και να αναβάλει την εκδίκαση της υπόθεσης σε ορισμένη σύντομη δικάσιμο [λ.χ. σε 3 μήνες].
Στη μεσολάβηση θα έχουν τη δυνατότητα να προσφεύγουν και να συμμετέχουν τα μέρη είτε μόνα τους, είτε με πληρεξούσιο δικηγόρο.
Η διαδικασία στη μεσολάβηση πρέπει να διακρίνεται από ευελιξία και ελαστικότητα και να είναι απελευθερωμένη από τους φορμαλισμούς της δίκης. Πρέπει όμως να συνταχθεί κανονισμός που να περιλαμβάνει τις βασικές αρχές και το βασικό περίγραμμα λειτουργίας της μεσολάβησης.
Η μεσολάβηση πρέπει να περιλαμβάνει ξεχωριστές και κοινές ακροάσεις και συζητήσεις των μηρών και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους με το μεσολαβητή, μέσα από τις οποίες ο τελευταίος θα προσπαθήσει να εντοπίσει τα λεπτά σημεία της υπόθεσης, να βρει σημεία σύγκλισης των μερών και να υποδείξει τις πιο πρόσφορες και τις πιο πιθανές για επιτυχία λύσεις. Στόχος του δεν είναι να επιβάλει με άμεσο ή έμμεσο εξαναγκασμό λύσεις στα μέρη, αλλά να αναδεικνύει και να προτείνει λύσεις κοινά αποδεκτές.
Εάν η παρέμβαση του μεσολαβητή επιτύχει τότε συντάσσεται πρακτικό, που περιέχει τη συμφωνημένη λύση της διαφοράς και αποτελεί τίτλο εκτελεστό, περιάπτεται δε τον εκτελεστήριο τύπο από το μεσολαβητή-δικαστή.
Εάν αποτύχει, γίνεται απλώς μνεία σε σχετικό πρακτικό για την αποτυχία της μεσολαβητικής προσπάθειας.
Στην τελευταία περίπτωση ακολουθεί η εισαγωγή της υπόθεσης στο δικαστήριο, όπου δεν επιτρέπεται σε κανένα από τα μέρη να προβάλει στοιχεία της αποτυχημένης απόπειρας μεσολάβησης [ λ.χ. ότι στη διαδικασία μεσολάβησης το ένα από τα μέρη ομολόγησε το Α΄ γεγονός, ότι δέχθηκε να πληρώσει το Β΄ ποσό κ.λ.π.].
Ο δικαστής που διεξήγαγε τη μεσολάβηση κωλύεται να δικάσει μεταγενεστέρως την υπόθεση που ο ίδιος χειρίστηκε ως μεσολαβητής.
΄Ενας σοβαρός διάλογος με το δικηγορικό σώμα είναι αναγκαίος, ο οποίος μπορεί να οδηγήσει και στον ακριβή προσδιορισμό της θέσης των δικηγόρων μέσα στο σύστημα εναλλακτικής δικαιοσύνης, χωρίς να αποκλείεται στην πορεία ακόμη και η ένταξή τους σε ένα μελλοντικό σώμα ειδικών μεσολαβητών.