ΕΤΑΙΡΙΑ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ
ΠΟΡΙΣΜΑTΑ
Τα της επιθεωρήσεως των δικαστηρίων ρυθμίζονται από διατάξεις του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και καταστάσεως δικαστικών λειτουργών. Κατά τις διατάξεις αυτές, όπως έχουν αντικατασταθεί και τροποποιηθεί [άρθρ. 80 επ.] όργανα της επιθεωρήσεως είναι :
1] Το συμβούλιο επιθεώρησης των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων και των δικαστικών λειτουργών, που προΐσταται της επιθεωρήσεως και συγκροτείται από ένα αντιπρόεδρο Α.Π. και δύο αρεοπαγίτες. Τα μέλη του ορίζονται με κλήρωση, που ενεργείται κατά μήνα Ιούνιο κάθε έτους ενώπιον του Α΄ τμήματος Α.Π. και η θητεία τους, που είναι ετήσια, αρχίζει την 16η Σεπτεμβρίου του έτους κατά το οποίο έγινε η κλήρωση και λήγει την 15η Σεπτεμβρίου του επόμενου έτους, 2] Αρεοπαγίτες και Αντεισαγγελείς του Αρείου Πάγου, που ενεργούν την επιθεώρηση στα Εφετεία, και Πρωτοδικεία, καθώς και στα Ειρηνοδικεία και Πταισματοδικεία, εφόσον υπάρχουν, 3] Οι Πρόεδροι Εφετών στα Πρωτοδικεία, τα Ειρηνοδικεία και τα Πταισματοδικεία και οι Εισαγγελείς Εφετών στις Εισαγγελίες Πρωτοδικών, 4] Οι Πρόεδροι Εφετών και Πρωτοδικών και οι Εισαγγελείς Εφετών και Πρωτοδικών, στις γραμματείες των αντιστοίχων δικαστηρίων. Οι Πρόεδροι Εφετών και οι Εισαγγελείς Εφετών ενεργούν επιθεώρηση των Πρωτοδικείων, ειρηνοδικείων και Πταισματοδικείων και των Εισαγγελιών των Πρωτοδικείων αντίστοιχα, παράλληλα προς την επιθεώρηση των επιθεωρητών αρεοπαγιτών και αντεισαγγελέων Α.Π. Παρατηρείται δηλαδή εδώ το φαινόμενον της διπλής επιθεωρήσεως των αυτών δικαστικών λειτουργών των Πρωτοδικείων και Εισαγγελιών Πρωτοδικών. Οι περιφέρειες της επιθεωρήσεως ορίζονται σε έξι [6] που μπορούν να μεταβάλλονται ή και να αυξάνονται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, που εκδίδεται μετά σύμφωνη γνώμη του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Οι επιθεωρητές συντάσσουν το μεν γενική έκθεση για την λειτουργία κάθε δικαστηρίου και εισαγγελίας της Περιφέρειας τους μετ΄ εισηγήσεως και των μέτρων, που απαιτούνται για την εύρυθμη λειτουργία της υπηρεσίας, το δε και αφού εξετάσουν την εργασία των δικαστικών λειτουργών και διεξαγάγουν κάθε χρήσιμη έρευνα, συμβουλευόμενοι και τον Προϊστάμενο του δικαστηρίου ή της εισαγγελίας και τον πρόεδρον του τμήματος στο οποίο υπηρετούν αυτοί [δικ. λειτουργοί] και χρησιμοποιώντας και την προσωπική τους επαφή μετά των τελευταίων, συντάσσουν ιδιαίτερη, λεπτομερή και ειδικά αιτιολογημένη έκθεση για κάθε δικαστικό λειτουργό. Στην έκθεση αυτή αξιολογούνται : α] Το ήθος, το σθένος και ο χαρακτήρας, β] Η επιστημονική κατάρτιση, γ] η κρίση και η αντίληψη, δ] Η επιμέλεια, η εργατικότητα και η υπηρεσιακή [ποιοτική και ποσοτική] απόδοση ε] Η ικανότητα στην απονομή της δικαιοσύνης, στην διατύπωση των αποφάσεων και στην διεύθυνση της διαδικασίας, στ] η συμπεριφορά του δικαστικού λειτουργού, γενικά και ιδιαίτερα στο ακροατήριο καθώς και η κοινωνική του παράσταση. Για τους εισαγγελικούς λειτουργούς προβλέπεται η αξιολόγηση τους στην επίδοση στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης, τόσο στη προδικασία, όσο και στην διαδικασία του ακροατήριου καθώς και στην ικανότητά τους στην διατύπωση των προτάσεων και στον χειρισμό του προφορικού λόγου. Προβλέπεται κλίμακα για την αξιολόγηση από τους επιθεωρητές των πιο πάνω προσόντων των δικαστικών λειτουργών και στην έκθεση σημειώνεται και κάθε άλλη παρατήρηση που οι επιθεωρητές θεωρούν χρήσιμη. Αντίγραφο της εκθέσεως υποβάλλεται για τους δικαστικούς λειτουργούς της τακτικής δικαιοσύνης στους Υπουργό Δικαιοσύνης, Πρόεδρο και Εισαγγελέα Αρείου Πάγου, επιδίδεται στον ενδιαφερόμενο και τοποθετείται στον ατομικό φάκελλο του επιθεωρουμένου. Τα στοιχεία του φακέλλου αυτού και κυρίως τα διαλαμβανόμενα στις εκθέσεις επιθεωρήσεως του δικαστικού λειτουργού ως προς τα αναφερθέντα προσόντα του, λαμβάνονται υπόψη κατά τις εκάστοτε κρίσεις για την υπηρεσιακή του εξέλιξη [ προαγωγή του σε ανώτερους βαθμούς]. Από τα παραπάνω καθίσταται πλέον η φανερή η σημασία του θεσμού της επιθεωρήσεως για την λειτουργία της δικαιοσύνης και κατ΄ επέκταση για την κυρίως ενδιαφέρουσα το κοινωνικό σύνολο απονομή της, ενόψει της διασφαλίσεως δια της ορθής απονομής της δικαιοσύνης της κοινωνικής γαλήνης και της αποτροπής αυτοδικιών. Τούτο διότι το μεν, ως ελέχθη, δια των συντασσομένων γενικών εκθέσεων επισημαίνονται οι τυχόν παρατηρούμενες δύο λειτουργίες και προτείνονται τα κατάλληλα προς βελτίωση της υφισταμένης καταστάσεως μέτρα, από τους ιδίους τους λειτουργούς αυτής και μάλιστα από λειτουργούς έχοντες μακράν εμπειρίαν και αυξημένες ικανότητες και εκ τούτου δυναμένους να αξιολογήσουν καλύτερα παντός ετέρου τα όσα υποπίπτουν στην αντίληψή τους κατά την διάρκεια της επιθεωρήσεως, το δε λόγω της ουσιώδους επιρροής την οποίαν έχουν οι ατομικές εκθέσεις για την υπηρεσιακή εξέλιξη των δικαστικών λειτουργών, αφού αυτές συνιστούν το βαρύνουν αν μη αποφασιστικό στοιχείο για την εξέλιξη αυτή, αλλά και της επιρροής που αυτές ασκούν στον ίδιο τον επιθεωρούμενο δικαστικό λειτουργό, της ηθικής, ψυχολογικής και παιδαγωγικής αξίας τους γι΄ αυτόν, αφού οι ανταποκρινόμενες στα πράγματα εκθέσεις εφόσον μεν περιέχουν επαινετικές κρίσεις αποτελούν υψηλή ηθική ικανοποίηση για τον δικαστικό λειτουργό, ο οποίος θεωρεί την υπηρεσιακή του δραστηριότητα όχι ως βιοποριστικό επάγγελμα, αλλά λειτούργημα, δηλαδή ως προσφορά υπηρεσιών στο κοινωνικό σύνολο, εφόσον δε περιέχουν και παρατηρήσεις ενδεικτικές συγκεκριμένων αδυναμιών, στην ενάσκηση του υπηρεσιακού του καθήκοντος, μπορεί και πρέπει να αποτελέσουν στοιχείον προβληματισμού του και αφετηρία προσπαθείας βελτιώσεώς του. Πρέπει να προστεθεί για να τονισθεί έτι περαιτέρω η σημασία του θεσμού της επιθεωρήσεως το μεν ότι ο Προϊστάμενος του Συμβουλίου Επιθεώρησης των Πολιτικών και Ποινικών δικαστηρίων ασκεί την πειθαρχική αγωγή σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, αν κατά την κρίση του συντρέχει τέτοια περίπτωση, το δε ότι ο επιθεωρητής σε περίπτωση που διαπιστωθεί ανικανότητα κατά το άρθρο 60 παρ. 2 ή υπηρεσιακή ανεπάρκεια δικαστικού λειτουργού, συντάσσει ιδιαίτερη έκθεση και την υποβάλλει στο προϊστάμενο της επιθεώρησης, ο οποίος την διαβιβάζει με τις τυχόν παρατηρήσεις του στα αρμόδια κατά τις κείμενες διατάξεις όργανα προκειμένου να κινηθεί η διαδικασία της οριστικής παύσης. Τέλος προβλέπεται προσφυγή του επιθεωρουμένου, αν οι εκθέσεις περιέχουν ανακριβείς ή ανεπαρκείς αιτιολογίες ή ανακριβή περιστατικά ή δυσμενείς κρίσεις, οι οποίες έρχονται σε αντίθεση με εκθέσεις επιθεωρήσεως των αμέσως προηγουμένων δύο ετών και διόρθωση των εκθέσεων ή επανάκριση του επιθεωρουμένου.
Ως έχουν οι ρυθμίζουσες τον θεσμόν της επιθεωρήσεως διατάξεις φαίνεται ότι καθιερώνουν ορθήν διαδικασίαν και περιέχουν ευχέρειαν στους επιθεωρούντες ουσιαστικής κρίσεως των επιθεωρουμένων. ΄Όπως όμως είναι γνωστό σε όλους, επιθεωρούντες και επιθεωρουμένους, οι υφιστάμενες συνθήκες δεν επιτρέπουν στη πράξη το αναμενόμενο ουσιαστικό έργο της επιθεωρήσεως και τούτο οφείλεται στην έκταση του έργου της επιθεωρήσεως και δη στον μεγάλο αριθμό των από τον καθένα από τους επιθεωρητές επιθεωρουμένων δικαστικών λειτουργών και στον επίσης ικανόν αριθμόντων επιθεωρουμένων δικαστηρίων και των αναγκαίων μετακινήσεων των επιθεωρητών. Συγκεκριμένα : 1] Με τις παραπάνω διατάξεις προβλέπεται ο έλεγχος και η αξιολόγηση των δικαστικών λειτουργών ως προς την επιστημονική τους κατάρτιση , και την εργατικότητα και υπηρεσιακή τους [ποιοτική και ποσοτική] απόδοση, ως αποτέλεσμα της ερεύνης της εργασίας τους.
Η έρευνα της αποδόσεως των δικαστικών λειτουργών στην απονομή της ποινικής επ΄ ακροατηρίου δικαιοσύνης είναι αδύνατος λόγω της συμμετοχής του καθενός των επιθεωρουμένων δικαστικών λειτουργών στην έκδοση εκατοντάδων κατ΄ έτος ποινικών αποφάσεων και του συνόλου των επιθεωρουμένων στην έκδοση χιλιάδων, των οποίων και απλή ανάγνωση από τους επιθεωρητές είναι αδύνατος, λόγω ελλείψεως χρόνου, με αποτέλεσμα στην πράξη να μην ελέγχεται η υπηρεσιακή απόδοση των επιθεωρουμένων στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης, της οποίας όμως ο αντίκτυπος είναι ο πλέον σημαντικός στο κοινωνικό σύνολο. Όσον αφορά την υπηρεσιακή απόδοση των δικαστικών λειτουργών στην απονομή της πολιτικής, επί αστικών διαφορών, δικαιοσύνης, ως και την τοιαύτην των εισαγγελικών λειτουργών και των υπηρετούντων στα τμήματα βουλευμάτων κατά το προ του ακροατηρίου στάδιον της ποινικής διαδικασίας στην πράξη, ως είναι γνωστόν, γίνεται το εξής. Ζητείται από τον επιθεωρούντα η προσκομιδή σε αντίγραφο μικρού αριθμού αποφάσεων, συνήθως πέντε [5], που έχουν εκδοθεί από τον επιθεωρούμενο είτε ως συγκροτούντα μονομελές δικαστήριο, είτε ως εισηγητή Πολυμελούς δικαστηρίου, κατ΄ επιλογή του τελευταίου.
Το αντίστοιχον συμβαίνει ως προς τους υπηρετούντες στα τμήματα βουλευμάτων τακτικούς δικαστές και τους εισαγγελικούς λειτουργούς, δια της προσκομιδής υπό των πρώτων αντιγράφων πέντε βουλευμάτων που εκδόθηκαν με εισήγηση τους και ισαρίθμων προτάσεων από τους δευτέρους. Εκ της μελέτης υπό του επιθεωρούντος των διαλαμβανομένων στις αποφάσεις , βουλεύματα και εισαγγελικές προτάσεις σχηματίζεται κυρίως η γνώμη του επιθεωρούντος, για την υπηρεσιακή απόδοση ως και την κρίση και αντίληψη του επιθεωρουμένου, η οποία και απεικονίζεται δια των προβλεπομένων από τις παραπάνω διατάξεις χαρακτηρισμών στις εκθέσεις επιθεωρήσεως. Τα δια του τρόπου αυτού της επιθεωρήσεως συμπεράσματα είναι αμφίβολον αν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, τόσο λόγω του μικρού μέρους [ περίπου 5%] του όγκου του έργου των επιθεωρουμένων δικαστικών λειτουργών που περιέρχεται σε γνώση του επιθεωρούντος, όσον και εκ του ΄ότι δεν είναι βέβαιον ότι τα διαλαμβανόμενα στις αποφάσεις, βουλεύματα και εισαγγελικές προτάσεις, που τίθενται υπόψη του επιθεωρητού, ανταποκρίνονται στα πράγματα, δηλαδή ότι πράγματι αναφέρονται σε όλους τους προβληθέντες από τους διαδίκους ισχυρισμούς και συνιστούν ορθή εκτίμηση αυτών.
Είναι γνωστόν ότι σπανίως ζητούνται οι φάκελοι των δικογραφιών ώστε να γίνει συσχετισμός των όσων εξ αυτών προκύπτουν προς τα διαλαμβανόμενα στις αποφάσεις, βουλεύματα και εισαγγελικές προτάσεις και εκ τούτου να υπάρξει ασφαλεστέρα κρίση. Συμβαίνει τούτο κατ΄ εξαίρεση και λόγω κάποιας ειδικής αιτίας ή παραπόνου του διαδίκου. Είναι αληθές ότι από τις ρηθείσες διατάξεις προβλέπεται η διεξαγωγή υπό του επιθεωρητού κάθε χρήσιμου ερεύνης [χωρίς να προσδιορίζεται σε τι συνίσταται αυτή], η λήψη υπόψη της γνώμης του προϊσταμένου του Δικαστηρίου ή της Εισαγγελίας και του Προέδρου του τμήματος ως και η προσωπική επαφή του επιθεωρητού με τα του επιθεωρουμένου. Η γνώμη του Προέδρου του Τμήματος, που έχει οπωσδήποτε βαρύνουσα σημασία ως προς την υπηρεσιακή απόδοση του επιθεωρουμένου στον χειρισμό αστικής φύσεως υποθέσεων, αφού αυτός και γνώστης της δικογραφίας είναι και διευθύνει την διάσκεψη και μπορεί εξ αυτών να γνωρίζει καλύτερα από κάθε άλλον την υπηρεσιακή ικανότητα των δικαστών του τμήματός του, δεν παύει να είναι υποκειμενική, και να εξαρτάται και από την δική του ικανότητα να κρίνει περί των συναδέλφων του και το κυριότερο δίδεται προφορικώς χωρίς να καταχωρείται οπουδήποτε, και δεν γνωστοποιείται στον ενδιαφερόμενο, ώστε να εκφέρει και αυτός τις απόψεις του από των όσων περί αυτού εξέθεσεν ο πρόεδρος του τμήματος ή ο προϊστάμενος του δικαστηρίου. Η προσωπική δε επαφή του επιθεωρούντος με τον επιθεωρούμενον συνήθως εξαντλείται, λόγω του φόρτου της εργασίας του επιθεωρούντος, σε μία ολιγόλεπτη γενική συζήτηση, εντελώς απρόσφορη για τον σχηματισμό γνώμης στον επιθεωρούντα περί της εν γένει προσωπικότητας του επιθεωρουμένου. 2] Στις εκθέσεις επιθεωρήσεως επιβάλλεται να γίνεται αξιολόγηση του ήθους του σθένους και του χαρακτήρος του επιθεωρουμένου. Ως προς μεν το ήθος και το σθένος του δικαστικού λειτουργού πρέπει να θεωρείται δεδομένον ότι αυτός έχει τα προσήκοντα ταύτα και διάφορος γνώμη πρέπει να διαλαμβάνεται μόνον όταν υπάρχει κάτι συγκεκριμένον περί του αντιθέτου. Ως προς δε τον χαρακτήρα του η περί αυτού κρίση στηρίζεται στα παραπάνω εκτεθέντα, δηλαδή σε πληροφορίες τρίτων και την προσωπική επαφή επιθεωρούντος και επιθεωρουμένου. 3] Στις εκθέσεις επιθεωρήσεως πρέπει να γίνεται αξιολόγηση, όπως εκτέθηκε, της ικανότητας του δικαστικού λειτουργού στην διεύθυνση της διαδικασίας, της συμπεριφοράς του γενικά και ιδιαίτερα στο ακροατήριο καθώς και της κοινωνικής του παράστασης, ειδικά δε για τους εισαγγελικούς λειτουργούς της επιδόσεως τους στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης στη προδικασία και την διαδικασία του ακροατηρίου καθώς και της ικανότητας τους στο χειρισμό του προφορικού λόγου. Είναι φανερό ότι περί των προσόντων αυτών δεν είναι δυνατή η συναγωγή κρίσεως από έγγραφα, δηλαδή από τις αποφάσεις που εκδίδονται από τον δικαστικό λειτουργό, αφού δεν απεικονίζεται σε αυτές ούτε η ικανότης και συμπεριφορά του δικαστικoύ λειτουργού στην διεύθυνση της διαδικασίας, ούτε, στις ποινικές από αυτές, η ικανότης και συμπεριφορά κατά την διαδικασία του εισαγγελικού λειτουργού. Ούτε και δύναται ν΄ αρυσθεί γνώμη περί αυτών ο επιθεωρών από τους προϊσταμένους των δικαστηρίων και εισαγγελιών ή των προέδρων των τμημάτων, αφού και αυτοί δεν έχουν γνώση, ως μη παρακολουθούντες τις συνεδριάσεις. Επομένως και ιδίως αν όχι αποκλειστικώς στα επαρχιακά δικαστήρια πληροφορίες περί των ανωτέρω παρέχονται στον επιθεωρούντα από τρίτους, συνήθως προέδρους και μέλη των οικείων δικηγορικών συλλόγων, προφορικώς πάντοτε και χωρίς δυνατότητα του επιθεωρουμένου να λάβει γνώση των πληροφοριών. Ούτε βέβαια είναι δυνατή η παρακολούθηση προσωπικώς από τον επιθεωρούντα της διαδικασίας στο ακροατήριο τόσον ελλείψει χρόνου, όσον και κυρίως διότι τούτο δεν συνάδει προς αυτόν και είναι προφανώς μειωτική της προσωπικότητάς του αλλά και των παρακολουθουμένων η παρουσία του στο ακροατήριο, δυναμένη να προκαλέσει δυσμενή σχολιασμόν. Από τα παραπάνω καταδεικνύονται οι ατέλειες των ρυθμιζουσών τον θεσμόν της επιθεωρήσεως διατάξεων, κυρίως κατά την εφαρμογή τους στη πράξη. Τι μέτρα είναι δυνατόν να προταθούν για την άρση των εμφανιζομένων ατελειών και την ουσιαστική βελτίωση του θεσμού της επιθεωρήσεως, 1] ΄Όπως εκτέθηκε παραπάνω πλην του επιθεωρητού Αρεοπαγίτου, επιθεώρηση ενεργούν και οι Πρόεδροι και Εισαγγελείς Εφετών στα Πρωτοδικεία και Εισαγγελίες Πρωτοδικών της περιφέρειάς τους. Στην πράξη και η από αυτούς επιθεώρηση στηρίζεται στα ίδια, αν όχι ελάσσονα, στοιχεία, με εκείνα τα οποία λαμβάνει υπόψη, ο Επιθεωρητής- Αρεοπαγίτης δηλαδή κυρίως στην επισκόπηση μικρού, κατ΄ επιλογή των επιθεωρουμένων, αριθμού αποφάσεων, βουλευμάτων και Εισαγγελικών προτάσεων. Ως πρόσθετο μειονέκτημα εδώ πρέπει να επισημανθεί και το εξής: Αν μεν οι εκθέσεις επιθεωρήσεως, που συντάσσουν οι Πρόεδροι και Εισαγγελείς Εφετών, καταλήγουν στο ίδιο συμπέρασμα περί των επιθεωρουμένων με τις εκθέσεις του Επιθεωρητού-Αρεοπαγίτη ή Αντεισαγγελέως Αρείου Πάγου, είναι εν πολλοίς περιττές, αν δε σε διάφορον, καίτοι επί των αυτών στοιχείων στην πράξη στηριζομένων, τότε το μόνον που επιτυγχάνουν είναι η πρόκληση συγχύσεως και η μείωση του κύρους των επιθεωρούντων. Πλέον σκόπιμον και οπωσδήποτε ουσιαστικόν θα ήταν αντί της διπλής επιθεωρήσεως και της συντάξεως δύο εκθέσεων περί του αυτού δικαστικού λειτουργού, να ορίζονται ως επίκουροι στο έργο της επιθεωρήσεως του Αρεοπαγίτη ή Αντεισαγγελέως Αρείου Πάγου Επιθεωρητού, ένας ή δύο Πρόεδροι Εφετών ή ένας Εισαγγελεύς Εφετών, οι οποίοι θα βοηθούν αυτόν στο έργο της επιθεωρήσεως και δη θα προβαίνουν υπό τις οδηγίες του εις επιθεώρηση του έργου μέρους των δικαστικών λειτουργών, εκάστης περιφερείας ή μέρους της εργασίας του συνόλου τούτων, δι΄ ουσιαστικής ερεύνης τούτου και δη τόσον δι΄ επισκοπήσεως κατά το δυνατόν κατ΄ επιλογήν των ιδίων των ποινικών αποφάσεων, οι οποίες υπόκεινται σε έλεγχο από την επιθεώρηση όχι μόνον για τη νομιμότητά τους αλλά και για την κατ’ ουσίαν κρίση τους , όσο και κατόπιν επιλογής των ιδίων επισκοπήσεως όσον το δυνατόν μεγαλυτέρου αριθμού αποφάσεων επί των αστικών διαφορών, βουλευμάτων και εισαγγελικών προτάσεων και δη δια μελέτης όλου του φακέλλου της δικογραφίας ώστε και κατόπιν πλέον ανέτου προσωπικής μετά των επιθεωρουμένων επαφής, να σχηματίζεται πλέον εναργής και δικαία εκτίμηση περί του έργου και της προσωπικότητας των δικαστικών λειτουργών. Θα συντάσσεται δε η οικεία έκθεση κατόπιν εισηγήσεώς τους προς τον Επιθεωρητή Αρεοπαγίτη ή Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου και εκτίμηση υπ΄ αυτού των στις εισηγήσεις διαλαμβανομένων. 2] ΄ Όπως επίσης εκτέθηκε επιβάλλεται δια των ρηθεισών διατάξεων στον Επιθεωρητή Αρεοπαγίτη ή Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου η ενέργεια κάθε χρησίμου ερεύνης για τον επιθεωρούμενον και η λήψη υπόψη της γνώμης των Προϊσταμένων των Δικαστηρίων και των Εισαγγελιών και των Προέδρων των τμημάτων. Οι γνώμες αυτές ως ελέγχθη δίδονται προφορικώς χωρίς να τίθενται υπόψη των επιθεωρουμένων.
Αντί τούτων πλέον σκόπιμον και ουσιαστικό θα ήταν το μεν οι Προϊστάμενοι των δικαστηρίων και Εισαγγελιών να υποβάλλουν προς τον Επιθεωρητήν γραπτές εκθέσεις περί της γενικώς κρατούσης στα δικαστήρια και εισαγγελίες καταστάσεως και τα προτεινόμενα υπ΄ αυτών, ως πλέον γνωστών της καταστάσεως, μέτρα προς άρση παρατηρουμένων δυσλειτουργιών, ώστε να παρέχεται στον επιθεωρητή η ευχέρεια καλυτέρας εκτιμήσεως της κρατούσης καταστάσεως και συντάξεως πλέον ουσιαστικής εκθέσεως επιθεωρήσεως με βάση τις εισηγήσεις αυτές και τις δικές του προσωπικές εκτιμήσεις, το δε οι Πρόεδροι των τμημάτων να συντάσσουν και να υποβάλλουν κατ΄ έτος στον Επιθεωρητή εγγράφους και κατά το δυνατόν λεπτομερείς εισηγήσεις περί των προσόντων των υπηρετούντων στα τμήματα των δικαστικών λειτουργών και οι Εισαγγελείς των υπηρετούντων εισαγγελικών λειτουργών, οι οποίες να τίθενται υπόψη των υπηρετούντων, ώστε να εκθέτουν και αυτοί, αν το επιθυμούν τις απόψεις τους. Τούτο το μεν διασφαλίζει τα δικαιώματα των επιθεωρουμένων και δη την αντίκρουση τυχόν εσφαλμένων [προφορικώς ήδη διατυπουμένων] απόψεων των Προέδρων τμημάτων και Εισαγγελέων, το δε θα καταστήσει τους τελευταίους πλέον προσεκτικούς και υπευθύνους, αφού και αυτοί θα κρίνονται και από τα όσα στις εισηγήσεις τους θα εκθέτουν και ιδίως αν ταύτα απέχουν της πραγματικότητας. 3] Να παρεσχεθεί το δικαίωμα στους Επιθεωρητές και τους βοηθούς τους να παρευρίσκονται στις διασκέψεις για την έκδοση αποφάσεων επί αστικών διαφορών κυρίως εκδηλούται κατά την ανάπτυξη και κρίση των υποθέσεων η προσωπικότης των μετεχόντων σε αυτές δικαστικών λειτουργών και δη η επιστημονική τους κατάρτιση, η κρίση και αντίληψη, το ήθος και το σθένος ως επίσης και η ικανότητα διευθύνσεως του προεδρεύοντος σε αυτές. Με την παρουσία τους αυτή, χωρίς βεβαίως συμμετοχή στην συζήτηση, ώστε να μην επηρεάζεται η κρίση του δικαστηρίου ή συμβουλίου, οι επιθεωρούντες θα δύνανται να μορφώσουν την κατά το δυνατόν ασφαλεστέρα κρίση περί των επιθεωρουμένων για τα παραπάνω προσόντα. 4] Να παρασχεθεί η δυνατότης αλά και η υποχρέωση στους προεδρεύοντες των κατ΄ έφεση δικαζόντων δικαστηρίων ως και των Τμημάτων του Αρείου Πάγου, ν΄ αποστέλλουν μετά σχετικής συντόμου εκθέσεώς τους στους επιθεωρητές αντίγραφα εκείνων από τις προσβαλλόμενες αποφάσεις που εκδήλως ενδεικνύουν είτε επιστημονική ανεπάρκεια, είτε ραθυμίαν των εκδόντων αυτές.΄ Ισως στην πράξη αυτές να ανάγονται σε χρόνον προγενέστερον του επιθεωρουμένου χρονικού διαστήματος, ενόψη του χρόνου που παρέρχεται από της εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως έως της εκδικάσεως του ενδίκου μέσου, το εμπόδιον όμως τούτο δύναται να παρακαμφθεί δια της παροχής της δυνατότητας στους επιθεωρούντες να λαμβάνουν υπόψη προς σχηματισμό της κρίσεώς τους και τις αποφάσεις αυτές. Βεβαίως τα όσα εκτέθηκαν δεν σημαίνουν ότι μόνον ταύτα θα λαμβάνονται υπόψη από τους επιθεωρούντες, αλλά και ότι θα δύνανται αυτοί να διεξάγουν οποιαδήποτε έρευνα θεωρούν χρήσιμον, συμβουλευόμενοι και οποιονδήποτε άλλον, δυνάμενου να έχει υπεύθυνον γνώμη περί των απασχολούντων την επιθεώρηση θεμάτων, επιδιώκοντες κατά τον δυνατόν την έγγραφον διατύπωση της γνώμης. Ασφαλώς με τα προτεινόμενα δεν θα εκλείψουν όλες οι ατέλειες της επιθεωρήσεως, ελπίζεται όμως ότι ο ουσιώδης αυτός για την λειτουργία της δικαιοσύνης θεσμός θα καταστεί πιο ουσιαστικός, ώστε να είναι κατά το δυνατόν πιο ορθή η απονομή της δικαιοσύνης στους κόλπους της.